- μακροτάξιδος
- -η, -οαυτός που κάνει μακρινά ταξίδια, που ταξιδεύει μακριά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μακροτάξιδος — η, ο αυτός που κάνει μακρινά ταξίδια: Είναι μακροτάξιδο αυτοκίνητο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μακρ(ο)- — (AM μακρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μακρός, ά, όν ή στο επίρρ. μακρῶς και σημαίνει ότι το δηλούμενο από το β συνθετικό χαρακτηρίζεται από: 1) μεγάλο μήκος, μέγεθος ή ποσότητα (πρβλ. μακραύχην, μακρόθυμος, μακρολαίμης,… … Dictionary of Greek
μακροταξιδευτής — ο, θηλ. μακροταξιδεύτρα μακροτάξιδος … Dictionary of Greek